αμφιλογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμφιλογία | οι | αμφιλογίες |
| γενική | της | αμφιλογίας | των | αμφιλογιών |
| αιτιατική | την | αμφιλογία | τις | αμφιλογίες |
| κλητική | αμφιλογία | αμφιλογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμφιλογία < αρχαία ελληνική ἀμφιλογία < ἀμφίλογος < ἀμφί + λέγω
Ουσιαστικό
αμφιλογία θηλυκό
- λέξη ή έκφραση αμφίσημη, με διφορούμενη σημασία, που μπορεί να ερμηνευτεί με δύο διαφορετικούς τρόπους, ενίοτε αντιφατικούς
- ≈ συνώνυμα: αμφισημία
- ≠ αντώνυμα: ακριβολογία
- αντιλογία
- ≈ συνώνυμα: αμφισβήτηση, διαφωνία
- ≠ αντώνυμα: συμφωνία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.