αμφίλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίλογος η αμφίλογη το αμφίλογο
      γενική του αμφίλογου της αμφίλογης του αμφίλογου
    αιτιατική τον αμφίλογο την αμφίλογη το αμφίλογο
     κλητική αμφίλογε αμφίλογη αμφίλογο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίλογοι οι αμφίλογες τα αμφίλογα
      γενική των αμφίλογων των αμφίλογων των αμφίλογων
    αιτιατική τους αμφίλογους τις αμφίλογες τα αμφίλογα
     κλητική αμφίλογοι αμφίλογες αμφίλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφίλογος < αρχαία ελληνική ἀμφίλογος < ἀμφί + λέγω

Επίθετο

αμφίλογος, -η, -ο

  1. που εκφράζονται αμφιβολίες γι’ αυτόν, που αμφισβητείται
     συνώνυμα: αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, αμφισβητούμενος
  2. που εκφράζει αμφιβολίες, που αμφισβητεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.