αντιφατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιφατικός | η | αντιφατική | το | αντιφατικό |
| γενική | του | αντιφατικού | της | αντιφατικής | του | αντιφατικού |
| αιτιατική | τον | αντιφατικό | την | αντιφατική | το | αντιφατικό |
| κλητική | αντιφατικέ | αντιφατική | αντιφατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιφατικοί | οι | αντιφατικές | τα | αντιφατικά |
| γενική | των | αντιφατικών | των | αντιφατικών | των | αντιφατικών |
| αιτιατική | τους | αντιφατικούς | τις | αντιφατικές | τα | αντιφατικά |
| κλητική | αντιφατικοί | αντιφατικές | αντιφατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιφατικός < (ελληνιστική κοινή) ἀντιφατικός
Επίθετο
αντιφατικός -ή -ό
- που αντιφάσκει, που περιέχει μια αντίφαση
- που λέει άλλα την μία στιγμή και άλλα την άλλη
Μεταφράσεις
αντιφατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.