ακριβολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακριβολογία οι ακριβολογίες
      γενική της ακριβολογίας των ακριβολογιών
    αιτιατική την ακριβολογία τις ακριβολογίες
     κλητική ακριβολογία ακριβολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακριβολογία < αρχαία ελληνική ἀκριβολογία

Ουσιαστικό

ακριβολογία θηλυκό (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ακριβής διατύπωση που δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνειών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.