αμφίσημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίσημος η αμφίσημη το αμφίσημο
      γενική του αμφίσημου της αμφίσημης του αμφίσημου
    αιτιατική τον αμφίσημο την αμφίσημη το αμφίσημο
     κλητική αμφίσημε αμφίσημη αμφίσημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίσημοι οι αμφίσημες τα αμφίσημα
      γενική των αμφίσημων των αμφίσημων των αμφίσημων
    αιτιατική τους αμφίσημους τις αμφίσημες τα αμφίσημα
     κλητική αμφίσημοι αμφίσημες αμφίσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφίσημος < αμφί- + -σημος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ambigu[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɱˈfi.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμφίσημος

Επίθετο

αμφίσημος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.