αμφίθυμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίθυμος η αμφίθυμη το αμφίθυμο
      γενική του αμφίθυμου της αμφίθυμης του αμφίθυμου
    αιτιατική τον αμφίθυμο την αμφίθυμη το αμφίθυμο
     κλητική αμφίθυμε αμφίθυμη αμφίθυμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίθυμοι οι αμφίθυμες τα αμφίθυμα
      γενική των αμφίθυμων των αμφίθυμων των αμφίθυμων
    αιτιατική τους αμφίθυμους τις αμφίθυμες τα αμφίθυμα
     κλητική αμφίθυμοι αμφίθυμες αμφίθυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμφίθυμος < αμφί- + αρχαία ελληνική θυμ(ός) (διάθεση, ψυχική κατάσταση) + -ος.[1] (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ambivalent (δείτε αμφιθυμία)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɱˈfi.θi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμφίθυμος

Επίθετο

αμφίθυμος, -η. -ο

  • (ψυχολογία) που χαρακτηρίζεται από αμφιθυμία, που συνυπάρχουν μέσα του δύο αντίθετα συναισθήματα
    αμφίθυμα βρέφη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.