αμφίθυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμφίθυμος | η | αμφίθυμη | το | αμφίθυμο |
| γενική | του | αμφίθυμου | της | αμφίθυμης | του | αμφίθυμου |
| αιτιατική | τον | αμφίθυμο | την | αμφίθυμη | το | αμφίθυμο |
| κλητική | αμφίθυμε | αμφίθυμη | αμφίθυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμφίθυμοι | οι | αμφίθυμες | τα | αμφίθυμα |
| γενική | των | αμφίθυμων | των | αμφίθυμων | των | αμφίθυμων |
| αιτιατική | τους | αμφίθυμους | τις | αμφίθυμες | τα | αμφίθυμα |
| κλητική | αμφίθυμοι | αμφίθυμες | αμφίθυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμφίθυμος < αμφί- + αρχαία ελληνική θυμ(ός) (διάθεση, ψυχική κατάσταση) + -ος.[1] (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ambivalent (δείτε αμφιθυμία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɱˈfi.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φί‐θυ‐μος
Επίθετο
αμφίθυμος, -η. -ο
- (ψυχολογία) που χαρακτηρίζεται από αμφιθυμία, που συνυπάρχουν μέσα του δύο αντίθετα συναισθήματα
- αμφίθυμα βρέφη
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αμφίθυμος
Αναφορές
- αμφίθυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.