αμφιθυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιθυμία οι αμφιθυμίες
      γενική της αμφιθυμίας των αμφιθυμιών
    αιτιατική την αμφιθυμία τις αμφιθυμίες
     κλητική αμφιθυμία αμφιθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμφιθυμία < αμφίθυμ(ος) (< αμφι-) + αρχαία ελληνική θυμός (διάθεση) + -ία.[1] (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ambivalence.[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɱ.fi.θiˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμφιθυμία

Ουσιαστικό

αμφιθυμία θηλυκό

  • (ψυχολογία) η συνύπαρξη δύο αντίθετων, αντικρουόμενων συναισθημάτων την ίδια στιγμή για το ίδιο θέμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θυμός

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αμφιθυμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.