αμυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμυνόμενος | η | αμυνόμενη | το | αμυνόμενο |
| γενική | του | αμυνόμενου | της | αμυνόμενης | του | αμυνόμενου |
| αιτιατική | τον | αμυνόμενο | την | αμυνόμενη | το | αμυνόμενο |
| κλητική | αμυνόμενε | αμυνόμενη | αμυνόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμυνόμενοι | οι | αμυνόμενες | τα | αμυνόμενα |
| γενική | των | αμυνόμενων | των | αμυνόμενων | των | αμυνόμενων |
| αιτιατική | τους | αμυνόμενους | τις | αμυνόμενες | τα | αμυνόμενα |
| κλητική | αμυνόμενοι | αμυνόμενες | αμυνόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.