αμυνόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυνόμενος η αμυνόμενη το αμυνόμενο
      γενική του αμυνόμενου της αμυνόμενης του αμυνόμενου
    αιτιατική τον αμυνόμενο την αμυνόμενη το αμυνόμενο
     κλητική αμυνόμενε αμυνόμενη αμυνόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυνόμενοι οι αμυνόμενες τα αμυνόμενα
      γενική των αμυνόμενων των αμυνόμενων των αμυνόμενων
    αιτιατική τους αμυνόμενους τις αμυνόμενες τα αμυνόμενα
     κλητική αμυνόμενοι αμυνόμενες αμυνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμυνόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αμύνομαι

Μετοχή

αμυνόμενος

  • εκείνος που αμύνεται, ανθίσταται, που βρίσκεται σε άμυνα

Αντώνυμα

επιτιθέμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.