ανθίσταμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανθίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθίσταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε (αντ-) ανθ- + ίσταμαι που ήταν δασυνόμενη λέξη (ἵσταμαι)

Ρήμα

ανθίσταμαι (αποθετικό ρήμα)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.