επιτιθέμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιτιθέμενος η επιτιθέμενη το επιτιθέμενο
      γενική του επιτιθέμενου της επιτιθέμενης του επιτιθέμενου
    αιτιατική τον επιτιθέμενο την επιτιθέμενη το επιτιθέμενο
     κλητική επιτιθέμενε επιτιθέμενη επιτιθέμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιτιθέμενοι οι επιτιθέμενες τα επιτιθέμενα
      γενική των επιτιθέμενων των επιτιθέμενων των επιτιθέμενων
    αιτιατική τους επιτιθέμενους τις επιτιθέμενες τα επιτιθέμενα
     κλητική επιτιθέμενοι επιτιθέμενες επιτιθέμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.tiˈθe.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιτιθέμενος

Μετοχή

επιτιθέμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  • μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος επιτίθεμαι
    Ξεκίνησε πόλεμο στο διαδίκτυο, επιτιθέμενος εναντίον όλων όσοι διαφωνούσαν με τις απόψεις του.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.