επιτιθέμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιτιθέμενος | η | επιτιθέμενη | το | επιτιθέμενο |
| γενική | του | επιτιθέμενου | της | επιτιθέμενης | του | επιτιθέμενου |
| αιτιατική | τον | επιτιθέμενο | την | επιτιθέμενη | το | επιτιθέμενο |
| κλητική | επιτιθέμενε | επιτιθέμενη | επιτιθέμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιτιθέμενοι | οι | επιτιθέμενες | τα | επιτιθέμενα |
| γενική | των | επιτιθέμενων | των | επιτιθέμενων | των | επιτιθέμενων |
| αιτιατική | τους | επιτιθέμενους | τις | επιτιθέμενες | τα | επιτιθέμενα |
| κλητική | επιτιθέμενοι | επιτιθέμενες | επιτιθέμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈθe.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τι‐θέ‐με‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.