αμνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμνός οι αμνοί
      γενική του αμνού των αμνών
    αιτιατική τον αμνό τους αμνούς
     κλητική αμνέ αμνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αμνός

Ετυμολογία

αμνός < αρχαία ελληνική ἀμνός

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈmnos/

Ουσιαστικό

αμνός αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) (λόγιο) το αρνί, το μικρό πρόβατο
  2. το κρέας του σφαγμένου αρνιού
  3. (μεταφορικά) ο Αμνός του Θεού: ο Χριστός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.