αμνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμνός | οι | αμνοί |
| γενική | του | αμνού | των | αμνών |
| αιτιατική | τον | αμνό | τους | αμνούς |
| κλητική | αμνέ | αμνοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αμνός
Ετυμολογία
- αμνός < αρχαία ελληνική ἀμνός
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈmnos/
Ουσιαστικό
αμνός αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.