αμνοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνοσκοπία οι αμνοσκοπίες
      γενική της αμνοσκοπίας των αμνοσκοπιών
    αιτιατική την αμνοσκοπία τις αμνοσκοπίες
     κλητική αμνοσκοπία αμνοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμνοσκοπία < αμν(ός) + -ο- + -σκοπία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αμνοσκοπία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.