αμνοερίφιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμνοερίφιο τα αμνοερίφια
      γενική του αμνοεριφίου
& αμνοερίφιου
των αμνοεριφίων
    αιτιατική το αμνοερίφιο τα αμνοερίφια
     κλητική αμνοερίφιο αμνοερίφια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα κοπάδι αμνοερίφια

Ετυμολογία

αμνοερίφιο < αμνός + ερίφιο

Ουσιαστικό

αμνοερίφιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.