αμνάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνάδα οι αμνάδες
      γενική της αμνάδας των αμνάδων
    αιτιατική την αμνάδα τις αμνάδες
     κλητική αμνάδα αμνάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμνάδα < (ελληνιστική κοινή) ἀμνάς

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈmna.ða/

Ουσιαστικό

αμνάδα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) το νεαρό θηλυκό πρόβατο
  2. (μεταφορικά) νεαρό κορίτσι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.