ἀμνός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμνός οἱ ἀμνοί
      γενική τοῦ ἀμνοῦ τῶν ἀμνῶν
      δοτική τῷ ἀμν τοῖς ἀμνοῖς
    αιτιατική τὸν ἀμνόν τοὺς ἀμνούς
     κλητική ! ἀμνέ ἀμνοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμνώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμνοῖν
ενικός: γενική & ἀρνός, δοτική & ἀρνί, αιτιατική & ἄρνᾰ.
πληθυντικός: ονομαστική & ἄρνες, γενική & ἀρνῶν, δοτική & ἀρνάσι & ἄρνεσσι,
αιτιατική & ἄρνᾰς, κλητική & ἄρνες
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂egʷʰno-. Συγγενές με το (λατινικά) agnus.

Ουσιαστικό

ἀμνός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμνός
  2. ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ: (μεταφορικά) ο Χριστός
    Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. (Ευαγγέλιο Κατά Ιωάννην, α29)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.