αμερικανόφερτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανόφερτος η αμερικανόφερτη το αμερικανόφερτο
      γενική του αμερικανόφερτου της αμερικανόφερτης του αμερικανόφερτου
    αιτιατική τον αμερικανόφερτο την αμερικανόφερτη το αμερικανόφερτο
     κλητική αμερικανόφερτε αμερικανόφερτη αμερικανόφερτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανόφερτοι οι αμερικανόφερτες τα αμερικανόφερτα
      γενική των αμερικανόφερτων των αμερικανόφερτων των αμερικανόφερτων
    αιτιατική τους αμερικανόφερτους τις αμερικανόφερτες τα αμερικανόφερτα
     κλητική αμερικανόφερτοι αμερικανόφερτες αμερικανόφερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμερικανόφερτος < αμερικανό- + φερτός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈno.feɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμερικανόφερτος

Επίθετο

αμερικανόφερτος, -η, -ο

Σημειώσεις

  • έχει αρνητικό χαρακτήρα και λέγεται αναφορικά με ιδέες, θεσμούς, συνήθειες, νοοτροπίες, πολιτισμικά αγαθά, πολιτικές επιλογές κ.λπ.

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.