φερτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φερτός η φερτή το φερτό
      γενική του φερτού της φερτής του φερτού
    αιτιατική τον φερτό τη φερτή το φερτό
     κλητική φερτέ φερτή φερτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φερτοί οι φερτές τα φερτά
      γενική των φερτών των φερτών των φερτών
    αιτιατική τους φερτούς τις φερτές τα φερτά
     κλητική φερτοί φερτές φερτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φερτός < αρχαία ελληνική φερτός

Επίθετο

φερτός

  1. ο φερμένος από αλλού, που έχει μεταφερθεί, παρασυθεί εδώ
    φερτή ύλη (στο δέλτα των ποταμών)

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φερτός< φέρω

Επίθετο

φερτός, ή, όν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.