αγγλόφερτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγλόφερτος | η | αγγλόφερτη | το | αγγλόφερτο |
| γενική | του | αγγλόφερτου | της | αγγλόφερτης | του | αγγλόφερτου |
| αιτιατική | τον | αγγλόφερτο | την | αγγλόφερτη | το | αγγλόφερτο |
| κλητική | αγγλόφερτε | αγγλόφερτη | αγγλόφερτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγλόφερτοι | οι | αγγλόφερτες | τα | αγγλόφερτα |
| γενική | των | αγγλόφερτων | των | αγγλόφερτων | των | αγγλόφερτων |
| αιτιατική | τους | αγγλόφερτους | τις | αγγλόφερτες | τα | αγγλόφερτα |
| κλητική | αγγλόφερτοι | αγγλόφερτες | αγγλόφερτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγλόφερτος < αγγλό- + φερτός, κατά το ξενόφερτος
Επίθετο
αγγλόφερτος, -η, -ο
- (συνήθως μειωτικό) που μεταφέρθηκε άκριτα ή επιβλήθηκε από την Αγγλία (και το Ηνωμένο Βασιλείο, γενικότερα)
- ※ Τρεις απόψεις για το τι σημαίνει ο αγγλόφερτος μοντέρνος όρος ίματζ (Οικονομικός Ταχυδρόμος, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Τεύχη 2061-2069, 1993, σελ. 51)
- ※ μεταβλήθηκε σε καρκίνωμα από το μπόλιασμα με την πραγματικά αγγλόφερτη και γνήσια σοβινιστική υπόσταση του (Μάρκος Βαφειάδης, Απομνημονεύματα: 1940-1944, 1985, σελ. 121
- ※ ...είναι τα εκτελεστικά όργανα αυτού του αγγλόφερτου σχεδίου (Μακρόνησος: Ιστορικός τόπος, Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 138)
Σημειώσεις
- λέγεται αναφορικά με ιδέες, θεσμούς, συνήθειες, νοοτροπίες, πολιτισμικά αγαθά, πολιτικές επιλογές κ.λπ.
Μεταφράσεις
αγγλόφερτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.