αμαύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαύρωση οι αμαυρώσεις
      γενική της αμαύρωσης* των αμαυρώσεων
    αιτιατική την αμαύρωση τις αμαυρώσεις
     κλητική αμαύρωση αμαυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμαυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμαύρωση < αρχαία ελληνική ἀμαύρωσις < ἀμαυρός

Ουσιαστικό

αμαύρωση θηλυκό

  1. η ελάττωση ή η εξαφάνιση της καλής φήμης για κάποιον ή κάτι
     συνώνυμα: κηλίδωση
  2. το μαύρισμα, το θάμπωμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.