αμαυρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμαυρότητα οι αμαυρότητες
      γενική της αμαυρότητας των αμαυροτήτων
    αιτιατική την αμαυρότητα τις αμαυρότητες
     κλητική αμαυρότητα αμαυρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμαυρότητα < αρχαία ελληνική ἀμαυρότης < ἀμαυρός

Ουσιαστικό

αμαυρότητα θηλυκό

  1. θαμπάδα, θολότητα
  2. (μεταφορικά) ασάφεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.