αμαρτωλά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αμαρτωλά
<
αμαρτωλός
+
-α
Επίρρημα
αμαρτωλά
με
αμαρτωλό
τρόπο
,
ανήθικα
Μεταφράσεις
αμαρτωλά
αγγλικά
:
sinfully
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αμαρτωλά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αμαρτωλό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.