ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προστακτικές του ψεκάζω, σκουπίζω και αόριστος του τελειώνω. Από τηλεοπτική διαφήμιση ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.