αυτοστιγμεί
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αυτοστιγμεί
<
αυτο-
+
στιγμή
+
-εί
Επίρρημα
αυτοστιγμεί
(
λόγιο
)
ακαριαία
, σε πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα
αυτοστιγμής
Συνώνυμα
αμέσως
αυθωρεί
παραχρήμα
παρευθύς
αυτολεξεί
αυτονυκτί
αυτοχειρί
Μεταφράσεις
αυτοστιγμεί
→
δείτε
τις
λέξεις
αμέσως
και
ακαριαία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.