logo

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
logo logos

Ουσιαστικό

logo (en)

  • (μετρήσιμο) το λογότυπο, το σήμα, ένα τυπωμένο σχέδιο ή σύμβολο που μια εταιρεία ή ένας οργανισμός χρησιμοποιεί ως ειδικό σήμα
    school/soccer logo - σχολικό/ποδοσφαιρικό σήμα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
logo logos

Ουσιαστικό

logo (fr) αρσενικό



Πορτογαλικά (pt)

Επίρρημα

logo (pt)

  1. μετά, κατόπιν

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.