ξέγνοιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέγνοιαστος η ξέγνοιαστη το ξέγνοιαστο
      γενική του ξέγνοιαστου της ξέγνοιαστης του ξέγνοιαστου
    αιτιατική τον ξέγνοιαστο την ξέγνοιαστη το ξέγνοιαστο
     κλητική ξέγνοιαστε ξέγνοιαστη ξέγνοιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέγνοιαστοι οι ξέγνοιαστες τα ξέγνοιαστα
      γενική των ξέγνοιαστων των ξέγνοιαστων των ξέγνοιαστων
    αιτιατική τους ξέγνοιαστους τις ξέγνοιαστες τα ξέγνοιαστα
     κλητική ξέγνοιαστοι ξέγνοιαστες ξέγνοιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξέγνοιαστος < μεσαιωνική ελληνική ξέγνοιαστος < ξεγνοιάζω

Επίθετο

ξέγνοιαστος, -η, -ο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.