λεβάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεβάντα οι λεβάντες
      γενική της λεβάντας των λεβαντών
    αιτιατική τη λεβάντα τις λεβάντες
     κλητική λεβάντα λεβάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεβάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lavanda
Αγριολεβάντα (το είδος Lavandula stoechas)

Ουσιαστικό

λεβάντα θηλυκό

  1. (φυτό) θάμνος του γένους Lavandula (lavandula νεολατινικά)
  2. (βότανο) το άρωμα αυτού του φυτού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.