πομάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πομάδα | οι | πομάδες |
| γενική | της | πομάδας | των | πομάδων |
| αιτιατική | την | πομάδα | τις | πομάδες |
| κλητική | πομάδα | πομάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πομάδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική pomade < μέση γαλλική pommade
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.