ταραμοσαλάτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταραμοσαλάτα οι ταραμοσαλάτες
      γενική της ταραμοσαλάτας των ταραμοσαλατών
    αιτιατική την ταραμοσαλάτα τις ταραμοσαλάτες
     κλητική ταραμοσαλάτα ταραμοσαλάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταραμοσαλάτα < ταραμ(άς) + -ο- + -σαλάτα

Ουσιαστικό

ταραμοσαλάτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) φαγητό με κρεμώδη υφή που καταναλώνεται κυρίως στην Ελλάδα και στην Τουρκία με βασικό συστατικό τον ταραμά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.