αλλοτριοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλλοτριοφαγία | οι | αλλοτριοφαγίες |
| γενική | της | αλλοτριοφαγίας | των | αλλοτριοφαγιών |
| αιτιατική | την | αλλοτριοφαγία | τις | αλλοτριοφαγίες |
| κλητική | αλλοτριοφαγία | αλλοτριοφαγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλλοτριοφαγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική allotriophagy < ελληνιστική κοινή ἀλλοτριοφαγία < ἀλλότρι(ος) + -ο- + -φαγία
Ουσιαστικό
αλλοτριοφαγία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το να τρώει κάποιος κάτι που δεν του ανήκει
- (κατ’ επέκταση) το να παίρνει στην κατοχή του κάποιος ξένα πράγματα
- (ψυχιατρική) ψυχική παρεκτροπή κατά την οποία κάποιος ορέγεται και τρώει ουσίες που δεν ανήκουν στα τρόφιμα (πχ χώμα, χαρτιά κλπ)
Συγγενικά
- αλλοτριοφαγικός
- αλλοτριοφάγος
- → δείτε τις λέξεις αλλότριος και τρώω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.