ιδιοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοποίηση οι ιδιοποιήσεις
      γενική της ιδιοποίησης* των ιδιοποιήσεων
    αιτιατική την ιδιοποίηση τις ιδιοποιήσεις
     κλητική ιδιοποίηση ιδιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιοποίηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ιδιοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.