αλλοτριοφαγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλοτριοφαγικός η αλλοτριοφαγική το αλλοτριοφαγικό
      γενική του αλλοτριοφαγικού της αλλοτριοφαγικής του αλλοτριοφαγικού
    αιτιατική τον αλλοτριοφαγικό την αλλοτριοφαγική το αλλοτριοφαγικό
     κλητική αλλοτριοφαγικέ αλλοτριοφαγική αλλοτριοφαγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλοτριοφαγικοί οι αλλοτριοφαγικές τα αλλοτριοφαγικά
      γενική των αλλοτριοφαγικών των αλλοτριοφαγικών των αλλοτριοφαγικών
    αιτιατική τους αλλοτριοφαγικούς τις αλλοτριοφαγικές τα αλλοτριοφαγικά
     κλητική αλλοτριοφαγικοί αλλοτριοφαγικές αλλοτριοφαγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλλοτριοφαγικός < αλλοτριοφαγία + -ικός

Επίθετο

αλλοτριοφαγικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.