ξενορεξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξενορεξία | οι | ξενορεξίες |
| γενική | της | ξενορεξίας | των | ξενορεξιών |
| αιτιατική | την | ξενορεξία | τις | ξενορεξίες |
| κλητική | ξενορεξία | ξενορεξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξενορεξία < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- παρορεξία
Μεταφράσεις
ξενορεξία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.