αλλοτριοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλλοτριοφάγος | η | αλλοτριοφάγα | το | αλλοτριοφάγο |
| γενική | του | αλλοτριοφάγου | της | αλλοτριοφάγας | του | αλλοτριοφάγου |
| αιτιατική | τον | αλλοτριοφάγο | την | αλλοτριοφάγα | το | αλλοτριοφάγο |
| κλητική | αλλοτριοφάγε | αλλοτριοφάγα | αλλοτριοφάγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλλοτριοφάγοι | οι | αλλοτριοφάγες | τα | αλλοτριοφάγα |
| γενική | των | αλλοτριοφάγων | των | αλλοτριοφάγων | των | αλλοτριοφάγων |
| αιτιατική | τους | αλλοτριοφάγους | τις | αλλοτριοφάγες | τα | αλλοτριοφάγα |
| κλητική | αλλοτριοφάγοι | αλλοτριοφάγες | αλλοτριοφάγα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλλοτριοφάγος < αρχαία ελληνική ἀλλοτριοφάγος < ἀλλότριος + -φάγος
Επίθετο
αλλοτριοφάγος, -α, -ο
- (κυριολεκτικά) που τρώει κάτι που δεν του ανήκει
- ≈ συνώνυμα: ξενοφαγάς
- (κατ’ επέκταση) που παίρνει στην κατοχή του ξένα πράγματα
- (ιατρική) που θέλει να φάει πράγματα που δεν τρώγονται (π.χ. πέτρες, χώμα κ.λπ.)
Συγγενικά
- αλλοτριοφαγία
- αλλοτριοφαγικός
- → δείτε τις λέξεις αλλότριος και τρώω
Μεταφράσεις
αλλοτριοφάγος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.