σφετερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σφετερισμός | οι | σφετερισμοί |
| γενική | του | σφετερισμού | των | σφετερισμών |
| αιτιατική | τον | σφετερισμό | τους | σφετερισμούς |
| κλητική | σφετερισμέ | σφετερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφετερισμός < σφετερίζομαι
Ουσιαστικό
σφετερισμός αρσενικό
- η επιδίωξη απόκτησης ή / και οικειοποίησης ξένων πραγμάτων με αθέμιτο τρόπο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σφετερισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.