ἀλλότριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀλλότριος | ἡ | ἀλλοτρίᾱ | τὸ | ἀλλότριον |
| γενική | τοῦ | ἀλλοτρίου | τῆς | ἀλλοτρίᾱς | τοῦ | ἀλλοτρίου |
| δοτική | τῷ | ἀλλοτρίῳ | τῇ | ἀλλοτρίᾳ | τῷ | ἀλλοτρίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀλλότριον | τὴν | ἀλλοτρίᾱν | τὸ | ἀλλότριον |
| κλητική ὦ! | ἀλλότριε | ἀλλοτρίᾱ | ἀλλότριον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀλλότριοι | αἱ | ἀλλότριαι | τὰ | ἀλλότριᾰ |
| γενική | τῶν | ἀλλοτρίων | τῶν | ἀλλοτρίων | τῶν | ἀλλοτρίων |
| δοτική | τοῖς | ἀλλοτρίοις | ταῖς | ἀλλοτρίαις | τοῖς | ἀλλοτρίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀλλοτρίους | τὰς | ἀλλοτρίᾱς | τὰ | ἀλλότριᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀλλότριοι | ἀλλότριαι | ἀλλότριᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλλοτρίω | τὼ | ἀλλοτρίᾱ | τὼ | ἀλλοτρίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλλοτρίοιν | τοῖν | ἀλλοτρίαιν | τοῖν | ἀλλοτρίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀλλότριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀλλότριος, -α, -ον, συγκριτικός :ἀλλοτριώτερος, υπερθετικός : ἀλλοτριώτατος
- αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κάποιον άλλο
- (κάποιες φορές) εχθρός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 214 (212-214))
- εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι | πατρίδ’ ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα, | αὐτίκ’ ἔπειτ’ ἀπ’ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς,
- Καὶ ἄν γύρω ἀπὸ τὸν πόλεμον καὶ ἴδω | τὴν πατρίδα, τὴν ποθητὴν συμβιαν μου καὶ τὸ ὑψηλό μου δῶμα, | τὴν κεφαλήν μου ἂς κόψη ἐχθρός
- Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς Ιλιάς/Ε
- εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι | πατρίδ’ ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα, | αὐτίκ’ ἔπειτ’ ἀπ’ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 214 (212-214))
- (με αρνητική σημασία) ξένος, ανοίκειος
- → δείτε παράθεμα στο ἀλλοτριώτατος
- αιολικός τύπος : ἀλλότερρος
- κρητικός τύπος : ἀλλόττριος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ἀλλοτριόγαμος
- ἀλλοτριόγνωμος
- ἀλλοτριοεπίσκοπος
- ἀλλοτριολογέω
- ἀλλοτριολογία
- ἀλλοτριομορφοδίαιτος
- ἀλλοτριονομέω
- ἀλλοτριοούσιος
- ἀλλοτριοπραγέω
- ἀλλοτριοπραγία
- ἀλλοτριοπραγμονέω
- ἀλλοτριοπραγμοσύνη
- ἀλλοτριοπράγμων
- ἀλλοτριότης
- ἀλλοτριοτρόπως
- ἀλλοτριοφαγέω
- ἀλλοτριοφαγία
- ἀλλοτριοφάγος
- ἀλλοτριοφθονέω
- ἀλλοτριοφρονέω
- ἀλλοτριόφρων
- ἀλλοτριόφυλος
- ἀλλοτριόχρως
- ἀλλοτριόχωρος
- ἀλλοτριόω
- ἀλλοτρίωσις
- ἀλλοτρίως (επίρρημα)
Πηγές
- ἀλλότριος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀλλότριος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλλότριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.