αλληγορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληγορικός η αλληγορική το αλληγορικό
      γενική του αλληγορικού της αλληγορικής του αλληγορικού
    αιτιατική τον αλληγορικό την αλληγορική το αλληγορικό
     κλητική αλληγορικέ αλληγορική αλληγορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληγορικοί οι αλληγορικές τα αλληγορικά
      γενική των αλληγορικών των αλληγορικών των αλληγορικών
    αιτιατική τους αλληγορικούς τις αλληγορικές τα αλληγορικά
     κλητική αλληγορικοί αλληγορικές αλληγορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλληγορικός < (ελληνιστική κοινή) ἀλληγορικός < ἀλληγορία < ἀλληγορέω < ἄλλος + ἀγορά

Επίθετο

αλληγορικός

  1. ο σχετικός με την αλληγορία ή ο αναφερόμενος σ’ αυτή
  2. αυτός που δεν πρέπει να ερμηνεύεται στο πρώτο εμφανές επίπεδο, αλλά κρύβει αλληγορίες, άλλα μηνύματα, μεταφορές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.