αλληγορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληγορία οι αλληγορίες
      γενική της αλληγορίας των αλληγοριών
    αιτιατική την αλληγορία τις αλληγορίες
     κλητική αλληγορία αλληγορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληγορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλληγορία > ἀλληγορέω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.li.ɣoˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλληγορία

Ουσιαστικό

αλληγορία θηλυκό

  1. (φιλολογία) έκφραση ή κείμενο ή έργο τέχνης που δεν σημαίνει κυριολεκτικά αυτό που λέγεται-φαίνεται, αλλά κρύβει άλλο νόημα, παραπέμπει σε άλλο μήνυμα
  2. (κατ’ επέκταση) αοριστολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.