ἀλληγορία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀλληγορίᾱ | αἱ | ἀλληγορίαι | ||||
| γενική | τῆς | ἀλληγορίᾱς | τῶν | ἀλληγοριῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἀλληγορίᾳ | ταῖς | ἀλληγορίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀλληγορίᾱν | τὰς | ἀλληγορίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀλληγορίᾱ | ἀλληγορίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλληγορίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλληγορίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
ἀλληγορία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) αλληγορία
- (ελληνιστική κοινή) (γενικότερα) μεταφορική γλώσσα
Πηγές
- ἀλληγορία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλληγορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.