αλεξίπυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλεξίπυρος | η | αλεξίπυρη | το | αλεξίπυρο |
| γενική | του | αλεξίπυρου | της | αλεξίπυρης | του | αλεξίπυρου |
| αιτιατική | τον | αλεξίπυρο | την | αλεξίπυρη | το | αλεξίπυρο |
| κλητική | αλεξίπυρε | αλεξίπυρη | αλεξίπυρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλεξίπυροι | οι | αλεξίπυρες | τα | αλεξίπυρα |
| γενική | των | αλεξίπυρων | των | αλεξίπυρων | των | αλεξίπυρων |
| αιτιατική | τους | αλεξίπυρους | τις | αλεξίπυρες | τα | αλεξίπυρα |
| κλητική | αλεξίπυροι | αλεξίπυρες | αλεξίπυρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλεξίπυρος < αλεξι- + πυρ + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pare-feu)
Επίθετο
αλεξίπυρος
- (λόγιο) που είναι ανθεκτικός στη φωτιά ή μας προστατεύει απ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) αλεξίπυρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.