αλέγρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλέγρος | η | αλέγρα | το | αλέγρο |
| γενική | του | αλέγρου | της | αλέγρας | του | αλέγρου |
| αιτιατική | τον | αλέγρο | την | αλέγρα | το | αλέγρο |
| κλητική | αλέγρε | αλέγρα | αλέγρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλέγροι | οι | αλέγρες | τα | αλέγρα |
| γενική | των | αλέγρων | των | αλέγρων | των | αλέγρων |
| αιτιατική | τους | αλέγρους | τις | αλέγρες | τα | αλέγρα |
| κλητική | αλέγροι | αλέγρες | αλέγρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈle.ɣɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λέ‐γρος
Επίθετο
αλέγρος, -α, -ο (& αλέγκρος)
- χαρούμενος, εύθυμος, ζωηρός
- ※ Με αλέγρα διάθεση και το γνωστό απαράμιλλο στυλ, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν δίστασε να κάνει επίδειξη των φωνητικών του ικανοτήτων και μάλιστα στα γαλλικά, κατά την διάρκεια δείπνου... (* εφημερίδα Έθνος)
Αναφορές
- αλέγρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.