αλέγρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλέγρος η αλέγρα το αλέγρο
      γενική του αλέγρου της αλέγρας του αλέγρου
    αιτιατική τον αλέγρο την αλέγρα το αλέγρο
     κλητική αλέγρε αλέγρα αλέγρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλέγροι οι αλέγρες τα αλέγρα
      γενική των αλέγρων των αλέγρων των αλέγρων
    αιτιατική τους αλέγρους τις αλέγρες τα αλέγρα
     κλητική αλέγροι αλέγρες αλέγρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλέγρος < (άμεσο δάνειο) βενετική alegro + < ιταλική allegro[1] < λατινική alacer < alo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *al- (αυξάνω, τρέφω). Συγκρίνετε με το αλέγκρο

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈle.ɣɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλέγρος

Επίθετο

αλέγρος, -α, -ο (& αλέγκρος)

  • χαρούμενος, εύθυμος, ζωηρός
      Με αλέγρα διάθεση και το γνωστό απαράμιλλο στυλ, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι δεν δίστασε να κάνει επίδειξη των φωνητικών του ικανοτήτων και μάλιστα στα γαλλικά, κατά την διάρκεια δείπνου... (* εφημερίδα Έθνος)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.