allegro
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- allegro < (άμεσο δάνειο) ιταλική allegro
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- allegro < (άμεσο δάνειο) ιταλική allegro < allègre
Προφορά
- ΔΦΑ : /a(l).le.ɡʁo/
Ουσιαστικό
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- allegro < (άμεσο δάνειο) γαλλική allègre < λατινική alacer (χαρούμενος)
Επίθετο
allegro (it) αρσενικό, πληθυντικός allegri (θηλυκό allegra, πληθυντικός allegre)
- ζωντανός, χαρούμενος
- (μουσική) ζωντανός, χαρούμενος, άρα και σχετικά γρήγορος (ένδειξη για το χαρακτήρα και το tempo μουσικού κομματιού)
- (ως τίτλος, με κεφαλαίο) Allegro
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.