αλέγκρο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλέγκρο < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) ιταλική allegro (ζωηρός, χαρούμενος) [1] Συγκρίνετε με το αλέγκρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈle.ɡɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λέ‐γκρο
Ουσιαστικό
αλέγκρο ουδέτερο άκλιτο
- αλλέγκρο (κατά την ιταλική ορθογραφία)
- συνήθως γράφεται ιταλικά: allegro
Αναφορές
- αλέγκρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.