αλέγκρο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλέγκρο < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) ιταλική allegro (ζωηρός, χαρούμενος) [1] Συγκρίνετε με το αλέγκρος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈle.ɡɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλέγκρο

Ουσιαστικό

αλέγκρο ουδέτερο άκλιτο

  • (μουσική) κομμάτι με ζωντανό, χαρούμενο χαρακτήρα και άρα, γρήγορο tempo
    ως τίτλος, με κεφαλαίο Αλέγκρο, Allegro

  • αλλέγκρο (κατά την ιταλική ορθογραφία)
  • συνήθως γράφεται ιταλικά: allegro

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.