αλάθητο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλάθητο | ||
| γενική | του | αλάθητου | ||
| αιτιατική | το | αλάθητο | ||
| κλητική | αλάθητο | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλάθητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλάθητος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈla.θi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λά‐θη‐το
Ουσιαστικό
αλάθητο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.