ακύρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακύρωτος | η | ακύρωτη | το | ακύρωτο |
| γενική | του | ακύρωτου | της | ακύρωτης | του | ακύρωτου |
| αιτιατική | τον | ακύρωτο | την | ακύρωτη | το | ακύρωτο |
| κλητική | ακύρωτε | ακύρωτη | ακύρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακύρωτοι | οι | ακύρωτες | τα | ακύρωτα |
| γενική | των | ακύρωτων | των | ακύρωτων | των | ακύρωτων |
| αιτιατική | τους | ακύρωτους | τις | ακύρωτες | τα | ακύρωτα |
| κλητική | ακύρωτοι | ακύρωτες | ακύρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακύρωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκύρωτος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈci.ɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κύ‐ρω‐τος
- ομόηχο: ακήρωτος
Επίθετο
ακύρωτος, -η, -ο
- ο ανεπικύρωτος, που δεν έχει κυρωθεί ή επικυρωθεί
- ↪ το ακύρωτο εισιτήριο
- ↪ η ακύρωτη σύμβαση, συνθήκη, συμφωνία
- ≠ αντώνυμα: επικυρωμένος
Αναφορές
- ακύρωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.