ἀκύρωτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀκυρωτο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκύρωτος | τὸ | ἀκύρωτον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀκυρώτου | τοῦ | ἀκυρώτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀκυρώτῳ | τῷ | ἀκυρώτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκύρωτον | τὸ | ἀκύρωτον | ||
| κλητική ὦ! | ἀκύρωτε | ἀκύρωτον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκύρωτοι | τὰ | ἀκύρωτᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀκυρώτων | τῶν | ἀκυρώτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκυρώτοις | τοῖς | ἀκυρώτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκυρώτους | τὰ | ἀκύρωτᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀκύρωτοι | ἀκύρωτᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκυρώτω | τὼ | ἀκυρώτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκυρώτοιν | τοῖν | ἀκυρώτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀκύρωτος < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- ἀκύρωτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκύρωτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.