ἀκύρωτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ἀκυρωτο-
ονομαστική / ἀκύρωτος τὸ ἀκύρωτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀκυρώτου τοῦ ἀκυρώτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀκυρώτ τῷ ἀκυρώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκύρωτον τὸ ἀκύρωτον
     κλητική ! ἀκύρωτε ἀκύρωτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκύρωτοι τὰ ἀκύρωτ
      γενική τῶν ἀκυρώτων τῶν ἀκυρώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκυρώτοις τοῖς ἀκυρώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκυρώτους τὰ ἀκύρωτ
     κλητική ! ἀκύρωτοι ἀκύρωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκυρώτω τὼ ἀκυρώτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκυρώτοιν τοῖν ἀκυρώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀκύρωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ἀκύρωτος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.