εθνικιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνικιστικός η εθνικιστική το εθνικιστικό
      γενική του εθνικιστικού της εθνικιστικής του εθνικιστικού
    αιτιατική τον εθνικιστικό την εθνικιστική το εθνικιστικό
     κλητική εθνικιστικέ εθνικιστική εθνικιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνικιστικοί οι εθνικιστικές τα εθνικιστικά
      γενική των εθνικιστικών των εθνικιστικών των εθνικιστικών
    αιτιατική τους εθνικιστικούς τις εθνικιστικές τα εθνικιστικά
     κλητική εθνικιστικοί εθνικιστικές εθνικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εθνικιστικός < εθνικιστής + -ικός

Επίθετο

εθνικιστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον εθνικισμό και τους εθνικιστές
    εθνικιστική οργάνωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.