ακαταστάλαχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαταστάλαχτος | η | ακαταστάλαχτη | το | ακαταστάλαχτο |
| γενική | του | ακαταστάλαχτου | της | ακαταστάλαχτης | του | ακαταστάλαχτου |
| αιτιατική | τον | ακαταστάλαχτο | την | ακαταστάλαχτη | το | ακαταστάλαχτο |
| κλητική | ακαταστάλαχτε | ακαταστάλαχτη | ακαταστάλαχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαταστάλαχτοι | οι | ακαταστάλαχτες | τα | ακαταστάλαχτα |
| γενική | των | ακαταστάλαχτων | των | ακαταστάλαχτων | των | ακαταστάλαχτων |
| αιτιατική | τους | ακαταστάλαχτους | τις | ακαταστάλαχτες | τα | ακαταστάλαχτα |
| κλητική | ακαταστάλαχτοι | ακαταστάλαχτες | ακαταστάλαχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακαταστάλαχτος < α- στερητικό + κατασταλακ- (< κατασταλάζω) -τος
Επίθετο
ακαταστάλαχτος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, που δεν είναι κατασταλαγμένος
- για υγρό: αυτό που είναι θολό, επειδή δεν έχουν κατακαθίσει ή δεν έχουν αφαιρεθεί οι στερεές ουσίες που περιέχει
- το νερό στη λίμνη είναι ακαταστάλαχτο
- (μεταφορικά) για πρόσωπο που δεν έχει καταλήξει σε κάποια οριστική απόφαση ή που δεν έχει διαμορφώσει άποψη για κάποιο θέμα
- είναι ακαταστάλακτος ακόμη, χρειάζεται να ωριμάσει
- (μεταφορικά) για κάτι που δεν έχει πάρει οριστική μορφή
- τα σχέδια των νέων είναι συνήθως ακαταστάλαχτα
Συγγενικά
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.