κατασταλάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασταλάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατασταλάζω < κατα- + σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.staˈla.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐κα‐τα‐στα‐λά‐ζω
Ρήμα
κατασταλάζω, αόρ.: καταστάλαξα, μτχ.π.π.: κατασταλαγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (για υγρά ή για ουσίες που διαλύονται σε υγρό) πέφτω σταγόνα-σταγόνα και επικάθομαι σε κατώτερο σημείο
- (για υγρά) γίνομαι καθαρός, καθώς τα ξένα σώματα που περιέχω σταδιακά κατακάθονται
- (μεταφορικά) καταλήγω σε αποφάσεις, ξεκαθαρίζω τα αισθήματα και τις απόψεις μου, οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου παίρνουν μια οριστική μορφή
- καταλήγω να εγκατασταθώ μόνιμα κάπου
Συγγενικά
- ακαταστάλακτα, ακαταστάλαχτα
- ακαταστάλακτος, ακαταστάλαχτος
- αποκατασταλάζω
- καταστάλαμα
- καταστάλαγμα
- κατασταλαγμένος
- κατασταλαγμός
- κατασταλακτός, κατασταλαχτός
- καταστάλαξη
- κατασταλαξιά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατασταλάζω | καταστάλαζα | θα κατασταλάζω | να κατασταλάζω | κατασταλάζοντας | |
| β' ενικ. | κατασταλάζεις | καταστάλαζες | θα κατασταλάζεις | να κατασταλάζεις | καταστάλαζε | |
| γ' ενικ. | κατασταλάζει | καταστάλαζε | θα κατασταλάζει | να κατασταλάζει | ||
| α' πληθ. | κατασταλάζουμε | κατασταλάζαμε | θα κατασταλάζουμε | να κατασταλάζουμε | ||
| β' πληθ. | κατασταλάζετε | κατασταλάζατε | θα κατασταλάζετε | να κατασταλάζετε | κατασταλάζετε | |
| γ' πληθ. | κατασταλάζουν(ε) | καταστάλαζαν κατασταλάζαν(ε) |
θα κατασταλάζουν(ε) | να κατασταλάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταστάλαξα | θα κατασταλάξω | να κατασταλάξω | κατασταλάξει | ||
| β' ενικ. | καταστάλαξες | θα κατασταλάξεις | να κατασταλάξεις | καταστάλαξε | ||
| γ' ενικ. | καταστάλαξε | θα κατασταλάξει | να κατασταλάξει | |||
| α' πληθ. | κατασταλάξαμε | θα κατασταλάξουμε | να κατασταλάξουμε | |||
| β' πληθ. | κατασταλάξατε | θα κατασταλάξετε | να κατασταλάξετε | κατασταλάξτε | ||
| γ' πληθ. | καταστάλαξαν κατασταλάξαν(ε) |
θα κατασταλάξουν(ε) | να κατασταλάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατασταλάξει | είχα κατασταλάξει | θα έχω κατασταλάξει | να έχω κατασταλάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατασταλάξει | είχες κατασταλάξει | θα έχεις κατασταλάξει | να έχεις κατασταλάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατασταλάξει | είχε κατασταλάξει | θα έχει κατασταλάξει | να έχει κατασταλάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατασταλάξει | είχαμε κατασταλάξει | θα έχουμε κατασταλάξει | να έχουμε κατασταλάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατασταλάξει | είχατε κατασταλάξει | θα έχετε κατασταλάξει | να έχετε κατασταλάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατασταλάξει | είχαν κατασταλάξει | θα έχουν κατασταλάξει | να έχουν κατασταλάξει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κατασταλάζω (ελληνιστική κοινή) < κατα- + σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω
Πηγές
- κατασταλάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.