messy
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | messy |
| συγκριτικός | messier |
| υπερθετικός | messiest |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmes.i/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : messy
- ομόηχο: Messi
Επίθετο
messy (en)
- ακατάστατος
- ↪ a messy room - ακατάστατο δωμάτιο
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorderly
- ≠ αντώνυμα: neat
- βρόμικος, που κάνει κάποιον ή κάτι βρόμικο ή ακατάστατο
- ↪ Painting the house is a messy job.
- Το βάψιμο του σπιτιού είναι βρόμικη δουλειά.
- ↪ Painting the house is a messy job.
- (για καταστάσεις) ο δύσκολος ή ο δυσάρεστος να αντιμετωπιστεί
- ↪ It’s a messy situation.
- Είναι μια δύσκολη κατάσταση.
- ↪ It’s a messy situation.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη mess
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.