ακατάληκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάληκτος | η | ακατάληκτη | το | ακατάληκτο |
| γενική | του | ακατάληκτου | της | ακατάληκτης | του | ακατάληκτου |
| αιτιατική | τον | ακατάληκτο | την | ακατάληκτη | το | ακατάληκτο |
| κλητική | ακατάληκτε | ακατάληκτη | ακατάληκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάληκτοι | οι | ακατάληκτες | τα | ακατάληκτα |
| γενική | των | ακατάληκτων | των | ακατάληκτων | των | ακατάληκτων |
| αιτιατική | τους | ακατάληκτους | τις | ακατάληκτες | τα | ακατάληκτα |
| κλητική | ακατάληκτοι | ακατάληκτες | ακατάληκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατάληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκατάληκτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈta.li.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τά‐λη‐κτος
Επίθετο
ακατάληκτος, -η, -ο
- (γραμματική)
- χωρίς κατάληξη
- (όπως για αρχαία τριτόκλιτα ουσιαστικά) που χρησιμοποιεί μόνο το θέμα και καμιά άλλη κατάληξη ώστε να σχηματίσει την ονομαστική ενικού
- ↪ οι λέξεις «χειμών», «ἠχώ» είναι ουσιαστικά ακατάληκτα, ενώ το «ἥρω-ς» είναι καταληκτικό
- (μετρική) στίχος που έχει τον τελικό πόδα ολόκληρο
- → χρειάζεται παράδειγμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ακατάληκτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.